αντικαθεστωτικός

αντικαθεστωτικός
-ή, -ό
επίρρ. ο εχθρός του πολιτεύματος ή του καθεστώτος που ισχύει: Τον κατηγόρησαν για αντικαθεστωτική δράση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αντικαθεστωτικός — ή –ό αυτός που αντιτίθεται στο πολιτειακό ή κοινωνικό καθεστώς ή επιδιώκει την ανατροπή του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”